ετοιμόφθαρτος

Greek Monolingual

ἑτοιμόφθαρτος, -ον (Μ)
αυτός που φθείρεται, που καταστρέφεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθαρτός, πρβλ. άφθαρτος].