ἑτοιμόφθαρτος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμόφθαρτος Medium diacritics: ἑτοιμόφθαρτος Low diacritics: ετοιμόφθαρτος Capitals: ΕΤΟΙΜΟΦΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: hetoimóphthartos Transliteration B: hetoimophthartos Transliteration C: etoimofthartos Beta Code: e(toimo/fqartos

English (LSJ)

ἑτοιμόφθαρτον, easily decomposed, Steph.in Hp.1.102 D.

Greek Monolingual

ἑτοιμόφθαρτος, -ον (Μ)
αυτός που φθείρεται, που καταστρέφεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθαρτός, πρβλ. άφθαρτος].