ευαγγελία

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

εὐαγγελία, ἡ (ΑΜ) ευάγγελος
καλή είδηση, ευχάριστη αγγελία.