ευδίνητος

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

εὐδίνητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ' εὐδίνητα»)
2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.)
μσν.
αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινητός (< δινώ)].