ευδίνητος

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

εὐδίνητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ' εὐδίνητα»)
2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.)
μσν.
αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινητός (< δινώ)].