ευεργός
From LSJ
Greek Monolingual
εὐεργός, -όν (Α)
1. (για γυναίκα) αυτή που πράττει καλά και αγαθά έργα, η σώφρων
2. κατάλληλος, χρήσιμος
3. (για αστέρες) ευνοϊκός
4. επεξεργασμένος ή καλλιεργημένος καλά
5. αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία («εὐεργός ὕλη», Αριστοτ.).
επίρρ...
εὐεργῶς
χρήσιμα, ωφέλιμα («συμβαίνει τὸν ἀέρα εὐεργῶς ἔχειν πρὸς γένεσιν ὕδατος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργός (< έργον)].