στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
εὐθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλπής (< θάλπω)].