ευθυγραμμίζω

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

ευθύγραμμος
φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμήευθυγραμμίζω τον δρόμο»).