ευκίων

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

εὐκίων, -ονος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους κίονες («εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κίων «κολόνα»].