κολόνα
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
η (Μ κολόνα)
1. κίονας, στύλος από ξύλο, μάρμαρο, πέτρα ή τσιμέντο («έπαθαν ζημιά οι κολόνες του σπιτιού από τον σεισμό»)
2. στήλη («κολόνα πάγου»)
3. στήριγμα («μετά τον θάνατο του πατέρα τους η μάννα τους ήταν η κολόνα του σπιτιού»)
4. φρ. «είναι σαν κολόνα» — είναι ευθυτενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colonna (< λατ. columna)].