κολόνα
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
η (Μ κολόνα)
1. κίονας, στύλος από ξύλο, μάρμαρο, πέτρα ή τσιμέντο («έπαθαν ζημιά οι κολόνες του σπιτιού από τον σεισμό»)
2. στήλη («κολόνα πάγου»)
3. στήριγμα («μετά τον θάνατο του πατέρα τους η μάννα τους ήταν η κολόνα του σπιτιού»)
4. φρ. «είναι σαν κολόνα» — είναι ευθυτενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colonna (< λατ. columna)].