ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].