ευλιμήν

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

εὐλιμήν, -ένος και εὐλίμην, -ενός, ὁ (Α)
ο ευλίμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιμήν «λιμάνι»].