παρουσιάσιμος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
-η, -ο
κατάλληλος ή άξιος να παρουσιαστεί μπροστά σε άλλους, εμφανίσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρουσίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].