ευρυβίας

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α)
ευρυσθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -βιας (< βία), πρβλ. κρατησιβίας, υψιβίας].