ευρυκρείων

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

εὐρυκρείων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός του οποίου η εξουσία απλώνεται σε μεγάλη έκταση, ο ισχυρός βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κρείων «κυβερνήτης»].