ευρυχαίτης

Greek Monolingual

εὐρυχαίτης και εὐρυχαίτας, ὁ (Α)
(επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει ευρεία κόμη, μεγάλη κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + χαίτη.