εὐρυχαίτης
From LSJ
English (LSJ)
Dor. εὐρυχαίττας, ὁ, with widestreaming hair, of Dionysus, Pi.I.7(6).4.
German (Pape)
[Seite 1096] Διόνυσος, mit buschigem, langgelocktem Haare, Pind. I. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων μεγάλην καὶ βαθυπλόκαμον κόμην, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Διονύσου, Πινδ. Ι. 7. 4.
Greek Monolingual
εὐρυχαίτης και εὐρυχαίτας, ὁ (Α)
(επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει ευρεία κόμη, μεγάλη κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + χαίτη.
Greek Monotonic
εὐρυχαίτης: -ου, ὁ, αυτός που έχει μεγάλη κυματιστή χαίτη, σε Πίνδ.