ευρύβατος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

εὐρύβατος, -ον (Α)
1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα
2. ευρύχωρος, εκτεταμένος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατος
α) διάσημος απατεώνας του οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδες
β) ο προδότης του Κροίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + βατός (< βαίνω)].