εκτεταμένος

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)
1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, ευρύς, μεγάλος («εκτεταμένη περιοχή, πεδιάδα, χώρα κ.λπ.»)
2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια, διεξοδικός («εκτεταμένη συζήτηση, χρονική περίοδος κ.λπ.»).