εκτεταμένος

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)
1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, ευρύς, μεγάλος («εκτεταμένη περιοχή, πεδιάδα, χώρα κ.λπ.»)
2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια, διεξοδικός («εκτεταμένη συζήτηση, χρονική περίοδος κ.λπ.»).