ευχείριστος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί να χειριστεί ή να μεταχειριστεί κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + χειρίζομαι].