ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
εὐῶπις, -ιδος, ἡ (Α)αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκό του εύωψ βλ. λ.].