εφίερος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

ἐφίερος, -ον (Α)
1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον
α) ιερός άρτος
β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός.