επισιτισμός
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
ο (AM ἐπισιτισμός) επισιτίζω
εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός του στρατού»)
αρχ.
αποθήκευση τροφίμων.