Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
ἐφολκός, -όν (ΑΜ)το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφολκόντο δόλωμα, αυτό που δελεάζει, που παρασύρειαρχ.