εχθρολέτης

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

ἐχθρολέτης, ὁ (Μ)
ο καταστροφέας τών εχθρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ολέτης «καταστροφέας» (< όλλυμι «καταστρέφω»)].