εχθρολέτης
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
ἐχθρολέτης, ὁ (Μ)
ο καταστροφέας τών εχθρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ολέτης «καταστροφέας» (< όλλυμι «καταστρέφω»)].