εύθειος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-ο(ν)
(για άντρα)
1. ολοκληρωμένος, σωστός (ὅτε δὲ ὁ εὐγενικὸς Διγενὴς εἰς τὸ μέτρον ἔφθασεν τῆς αὑτοῦ ἡλικίας καὶ εἰς τοὺς ἄνδρες εὔθειος ἀνὴρ προσεγεγόνει», Διγ. Ακρ.)
2. ικανός («ἵππον εὔθειον», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθε- (ευθύς, γεν. ευθέος) + -ιος].