ολοκληρωμένος

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

-η, -ο
(παθ. μτχ. παρακμ. του ολοκληρώνω ως επίθ.) α) πλήρης, τελειωμένος
β) φρ. «ολοκληρωμένο κύκλωμα»
(ηλεκτρον.) συνδυασμός διασυνδεμένων μεταξύ τους ηλεκτρονικών συστατικών, όπως λ.χ. τρανζίστορ, αντιστάσεων κ.ά., τα οποία είναι κατασκευασμένα πάνω στο ίδιο μονοκρυσταλλικό υλικό με συγκεκριμένα στάδια κατασκευής που δημιουργούν έναν μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών διατάξεων.