ολοκληρωμένος
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
-η, -ο
(παθ. μτχ. παρακμ. του ολοκληρώνω ως επίθ.) α) πλήρης, τελειωμένος
β) φρ. «ολοκληρωμένο κύκλωμα»
(ηλεκτρον.) συνδυασμός διασυνδεμένων μεταξύ τους ηλεκτρονικών συστατικών, όπως λ.χ. τρανζίστορ, αντιστάσεων κ.ά., τα οποία είναι κατασκευασμένα πάνω στο ίδιο μονοκρυσταλλικό υλικό με συγκεκριμένα στάδια κατασκευής που δημιουργούν έναν μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών διατάξεων.