εύθηκτος

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

εὔθηκτος, -ον (ΑΜ)
καλά ακονισμένος, κοφτερός («εὔθηκτον σκέπαρνον»)
μσν.
(για λόγο) ευθύς, εὔστοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηκτός (< θήγω «ακονίζω»)].