εύυμνος

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

εὔυμνος, -ον (Α)
1. αυτός που υμνείται πολύ, που επαινείται με πολλούς ύμνους
2. επιγρ. αυτός που χρησιμοποιείται σε καλό, ωραίο ύμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ύμνος].