εἰδωλοπρεπής
From LSJ
Spanish (DGE)
-ές
propio de la idolatría, idolátrico ἔθη τιμήσαντες εἰδωλοπρεπῆ Cyr.Al.M.68.497C, ἀπάτη Cyr.Al.M.68.704C.
-ές
propio de la idolatría, idolátrico ἔθη τιμήσαντες εἰδωλοπρεπῆ Cyr.Al.M.68.497C, ἀπάτη Cyr.Al.M.68.704C.