εἰσενεκτέον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
εἰσενεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ εἰσφέρω, δεῖ εἰσφέρειν, Θ. Στουδ. σ. 1092, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
hay que procurar, hay que proveer ὑπὲρ οὗ πᾶσαν εἰ. σπουδήν Gr.Naz.M.36.397C
•medic. hay que administrar τὰ ψαθαρώτερα Archig. en Orib.8.1.7.