εἰσενεκτέον
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek (Liddell-Scott)
εἰσενεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ εἰσφέρω, δεῖ εἰσφέρειν, Θ. Στουδ. σ. 1092, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
hay que procurar, hay que proveer ὑπὲρ οὗ πᾶσαν εἰ. σπουδήν Gr.Naz.M.36.397C
•medic. hay que administrar τὰ ψαθαρώτερα Archig. en Orib.8.1.7.