εἰσνέομαι
English (LSJ)
go into, ἐς δὲ νέονται οὐρανόν AP9.59 (Antip.[Thess.]).
German (Pape)
[Seite 744] hineingehen, in tmesi, Ant. Th. 19 (IX, 59).
French (Bailly abrégé)
aller dans.
Étymologie: εἰς, νέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσνέομαι: ион. ἐσνέομαι входить, устремляться (οὐρανόν Anth. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσνέομαι: εἰσέρχομαι, Ἀνθ. Π. 9. 59.
Greek Monotonic
εἰσνέομαι: Παθ., μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, σε Ανθ.
Middle Liddell
Pass. to go into, Anth.