Greek (Liddell-Scott)
εὐπρᾱγής: -ές, (πρᾶγος) εὐτυχής, εὐδαίμων, Πλανούδ. Μετάφρ. Βοηθ. σ. 37. - Συγκρ. εὐπραγέστερος, καὶ κατὰ Σουΐδ. εὐπραγότερος. -Ἐπίρρ. -γως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 286.
German (Pape)
[ᾱ], ές, glücklich, im
• adv. εὐπραγῶς, Sp.; – Kompar. εὐπραγότερος, Suid.