εὐπραγής

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρᾱγής: -ές, (πρᾶγος) εὐτυχής, εὐδαίμων, Πλανούδ. Μετάφρ. Βοηθ. σ. 37. - Συγκρ. εὐπραγέστερος, καὶ κατὰ Σουΐδ. εὐπραγότερος. -Ἐπίρρ. -γως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 286.

German (Pape)

[ᾱ], ές, glücklich, im
• adv. εὐπραγῶς, Sp.; – Kompar. εὐπραγότερος, Suid.