εὐρυτέρως

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυτέρως: Ἐπίρρ. Συγκρ. τοῦ εὐρύς, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠτέρως: adv. compar. (по)шире: εὐ. ἔχειν Arph. становиться шире.