εὐφώνως

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec une belle ou forte voix.
Étymologie: εὔφωνος.

Russian (Dvoretsky)

εὐφώνως:
1 благозвучно (ᾆσαι Plut.);
2 громким голосом, громогласно (βοᾶν Luc.).