και σαφορά, η (Μ ζαφορά και ζαφαράς)1. το φυτό «κρόκος ο καρτραϊκός» και η χρωστική ουσία που προέρχεται από αυτό2. καρύκευμα από το φυτό κρόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. zafran].