Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζαφορά

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και σαφορά, η (Μ ζαφορά και ζαφαράς)
1. το φυτό «κρόκος ο καρτραϊκός» και η χρωστική ουσία που προέρχεται από αυτό
2. καρύκευμα από το φυτό κρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. zafran].