ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ζαφαράς, -άδος, ἡ (Μ)το φυτό κρόκος και η χρωστική ουσία που προέρχεται απ' αυτό, η ζαφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαφορά].