ζαχαρότευτλο

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

το
βοτ. το φυτό «τεύτλον το σακχαροφόρον», από το οποίο παράγεται ζάχαρη.