ζεμπίλι

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

και ζιμπίλι, το
σάκος από πλεκτή μαλακή ψάθα με δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zembil].