ζεύκτης

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek (Liddell-Scott)

ζεύκτης: -ου, ὁ, οὐχὶ ζευκτὴς) = ζευκτήρ, Ἡσύχ. ἐν λ. ζευξίλεως, ἴδ. Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.