ζευξίλεως

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευξίλεως Medium diacritics: ζευξίλεως Low diacritics: ζευξίλεως Capitals: ΖΕΥΞΙΛΕΩΣ
Transliteration A: zeuxíleōs Transliteration B: zeuxileōs Transliteration C: zefksileos Beta Code: zeuci/lews

English (LSJ)

[ῐ], ω, ὁ, subjugator of men, of a king, S.Fr.133.

German (Pape)

[Seite 1138] Soph. frg. 136, dem das Volk od. Völker unterworfen.

Greek (Liddell-Scott)

ζευξίλεως: -ω, ὁ, ὁ ὑποτάσσων τὸν λαόν, ἐπὶ βασιλέως, Σοφ. Ἀποσπ. 136.

Greek Monolingual

ζευξίλεως (-ω), ὁ (Α)
(για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι- (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].