ζυγνίς

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek (Liddell-Scott)

ζυγνίς: -ίδος, ἡ, ἴδε ζιγνίς, δυγνίς.

Greek Monolingual

ζυγνίς, -ίδος, η (Α)
βλ. ζιγνίς.