ζυγώτης

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
(βιοχ.) το ζυγωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζυγωτός.