ζυθοποιία
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
η
1. η βιομηχανία ζύθου, η τέχνη παρασκευής ζύθου
2. εργοστάσιο ζύθου, ζυθοποιείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Όθωνα Ρουσόπουλο].