ζυθοποιία

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η
1. η βιομηχανία ζύθου, η τέχνη παρασκευής ζύθου
2. εργοστάσιο ζύθου, ζυθοποιείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Όθωνα Ρουσόπουλο].