ζωοτεχνικός

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτεχνία
2. φρ. «ζωοτεχνική υπηρεσία» — κρατική υπηρεσία που επιδιώκει την προαγωγή της κτηνοτροφίας.
επίρρ...
ζωοτεχνικά και -ώς
από την άποψη της ζωοτεχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechnical < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [II]) + technical (πρβλ. τεχνικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη].