ζῳόνυχον

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Spanish

leóntica

Greek (Liddell-Scott)

ζῳόνῠχον: τό, λεοντοπόδιον Διοσκ. 4. 131.