ηγάθεος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ἠγάθεος, -έη, -ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α)
(για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα- + θεός, με μετρική έκταση του αρχικού α].