ηδανός
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
ἡδανός, -ή, -όν (Μ)
τ. που πλάστηκε από τους γραμματικούς, για να εξηγήσουν τον τ. εδανός (Ι), ο οποίος είχε παρετυμολογικά συνδεθεί με το επίθ. ηδύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].