ηδύοινος

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

Greek Monolingual

ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.)
2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι
αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + οίνος].