ημέρευμα

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

και μέρεμα, τὸ [[[ημερεύω]] (ΙΙ)]
η ημέρευση.