ημέρευση
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
η (Α ἡμέρευσις) [[[ημερεύω]] (ΙΙ)]
νεοελλ.
η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση
αρχ.
η διημέρευση.